- ταχυδρομίζω
- βλ. ταχυδρομώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχυδρομίζω — Ν ταχυδρομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ταχυδρόμιση — η, Ν [ταχυδρομίζω] ταχυδρόμηση … Dictionary of Greek
ταχυδρόμισμα — το, Ν [ταχυδρομίζω] ταχυδρόμιση … Dictionary of Greek
ταχυδρομώ — ταχυδρόμησα, ταχυδρομήθηκα, και ταχυδρομίζω ταχυδρόμισα, στέλνω κάτι με το ταχυδρομείο, ρίχνω επιστολή στο γραμματοκιβώτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)